διαυλωνίζειν

διαυλωνίζειν
διαυλωνίζω
pass through a narrow channel
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαυλωνίζω — (AM) περνώ μέσα από στενή δίοδο, κανάλι, πόρο αρχ. είμαι εκτεθειμένος στους ανέμους («διαυλωνίζειν φαμὲν τὸ δεχόμενον ἐξ ἑκατέρου πνεῡμα χωρίον», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”